- ακλούθα
- (ως επίρρ.)ακολουθώντας«μη ζωντανέψ’ η κεφαλή και τόνε πάρη ακλούθα» (Αρ. Βαλαωρίτης).[ΕΤΥΜΟΛ. Προστακτική τού ρήματος ακολουθώ, από όπου και ο τ. ακλουθώ με συγκοπή τού φωνήεντος -ο-, που χρησιμοποιείται ως επίρρημα].
Dictionary of Greek. 2013.